Ένα διαμάντι στις λάσπες...

Αποτέλεσμα εικόνας για μαυρο


Τα βήματα του ήταν αργά και ασταθή.
Το βλέμμα του κοίταζε επίμονα το πακέτο τα τσιγάρα που κρατούσε.
Ήταν πάρα πολύ αδύνατος και καχεκτικός.  
Αυτό που δεν περνούσε απαρατήρητο ήταν τα μάτια του. Είχαν το χρώμα της θάλασσας αλλά ήταν τόσο θολά και ανέκφραστα.
Το τζιν παντελόνι του ήταν βρώμικο και η μαύρη μπλούζα που φορούσε έπεφτε στο κοκαλιάρικο σώμα του σαν τσουβάλι. 
Τα χέρια του έτρεμαν...
Σταμάτησε μετά από λίγα βήματα όταν είδε έναν κύριο μέσα στο αυτοκίνητό του. Άπλωσε το χέρι ζητώντας ελεημοσύνη. Εκείνος του έδωσε κάτι κέρματα. Κοίταξε το χέρι του, να δει προφανώς το ποσό και συνέχισε το νωχελικό του περπάτημα.
Πέρασε τον δρόμο χωρίς να δει το φορτηγό που ερχόταν καταπάνω του. Τελευταία στιγμή ο οδηγός έκανε έναν ελιγμό και απέφυγε την τραγωδία. Ακούστηκε μόνο να του φωνάζει δυνατά, "βλαμμένε  πρεζάκια πήγαινε να πεθάνεις κάπου αλλού".
"Πρεζάκια". Έτσι τον φώναζαν όλοι τα τελευταία πέντε χρόνια. Δεν είχε άλλο όνομα. Εκεί που τον αποκαλούσαν με το πραγματικό του όνομα ήταν στην γειτονιά που μεγάλωσε. Όλοι που τον γνώριζαν από μωρό ήξεραν πως ήταν ένα παιδί "διαμάντι". Ότι και να ήθελαν φώναζαν τον Άγγελο που ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Ειδικά τους πιο ανήμπορους και τους ηλικιωμένους.   
Όλα αυτά όμως σταμάτησαν με την απώλεια της κυρά Μαρίας. Από εκεί και πέρα και μέρα με την μέρα έβλεπαν το "διαμάντι" της γειτονιάς να κυλάει στις λάσπες.

Το όνομα του του το είχε δώσει η μητέρα του επειδή όταν γεννήθηκε είχε μεγάλα γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά.  Η κυρά Μαρία τον μεγάλωσε μόνη. Πατέρας υπήρχε, αλλά μόνο για να κάνει την ζωή τους μαρτύριο. Από μικρός ο Άγγελος ζούσε την κακοποίηση. Με διάφορα μέσα. Τον χτυπούσε με την ζώνη του, με ξύλα, ακόμα και με τσιγάρα που είχε σβήσει μερικές φορές στο κορμάκι του. Και όλα αυτά σε ένα παιδάκι που ήταν υπόδειγμα. Ήταν καλός μαθητής, ευγενικός, κοινωνικός. 
Τον Άγγελο όμως δεν τον πείραζαν οι κακουχίες που περνούσε αυτός. Αυτό που τον πονούσε ήταν ότι δεν άντεχε να βλέπει τον  ξυλοδαρμό και την κακοποίηση της μητέρας του, που ήταν και σωματική και λεκτική. 
Ένας μέθυσος πατέρας είχε καταστρέψει τις ζωές τους. Το τέλος της κακοποίησης αυτής είχε δοθεί πριν έξι χρόνια με τον χειρότερο τρόπο... 
Ήταν ένα πρωινό του Φλεβάρη όταν ο πατέρας του γυρνώντας μετά από μέρες απουσίας στο σπίτι ξέσπασε πάλι στην μητέρα του. Μετά από πολλές μπουνιές στο πρόσωπο και στα πλευρά της, την έριξε κάτω και με κλοτσιές την έριξε από τις σκάλες. Μετά από αυτό και χωρίς να την βοηθήσει άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Ο Άγγελος γυρνώντας από το πανεπιστήμιο, βρήκε την αγαπημένη του μητέρα αιμόφυρτη στο ισόγειο του σπιτιού. Το μόνο που πρόλαβε να του ψελλίσει ήταν ότι την έσπρωξε ο πατέρας του.
Αφού έμεινε για λίγες μέρες στο νοσοκομείο και μετά από δύο χειρουργεία στο κεφάλι και στην σπονδυλική στήλη δυστυχώς άφησε την τελευταία της πνοή ένα γκρίζο απόγευμα, δίπλα στον αγαπημένο της γιο.     
Ο πατέρας δεν ξανάδωσε σημεία ζωής. Μετά από καιρό κάποιος γνωστός του είπε ότι τον είχε δει στο εξωτερικό. Αυτό τον έκοψε στα δύο. Το κτήνος που σκότωσε την βασανισμένη και πονεμένη μαμά του θα έμενε ατιμώρητο. 
Μέσα σε λίγο  καιρό έγινε η σκιά του εαυτού του. 
Κάποιοι καλοθελητές "φίλοι" τον έβαλαν στο κόσμο των ουσιών. Δεν μπορούσε με τίποτα να διαχειριστεί το χαμό της μάνας του. Ο δυνατός για τόσα χρόνια Άγγελος έγινε αδύναμο κλαράκι στον άνεμο...

Το ασθενικό του βήμα τον έβγαλε στη στοά που σύχναζε τα τελευταία δύο χρόνια. Πριν φτάσει όμως εκεί, για μια ακόμη φορά είχε κλέψει την τσάντα μιας ανήμπορης γιαγιάς που μόλις είχε βγει από την τράπεζα.
Άνοιξε την τσάντα πήρε το πορτοφόλι και είδε πως ήταν αρκετά τα χρήματα. Κράτησε τα λεφτά και πέταξε όλα τα άλλα σε ένα κάδο σκουπιδιών.
Κάθε φορά που σαν αρπαχτικό έκλεβε κάτι από κάποιον, μέσα στο θολό μυαλό του, ήξερε πως έκανε κάτι κακό. Αλλά έμοιαζε σαν πιόνι πάνω στην σκακιέρα μιας άσχημης παρτίδας που δεν μπορούσε να βγει.
Απόψε ήταν αποφασισμένος πως θα έδινε ένα τέλος στο άσχημο αυτό παιχνίδι.
Μέσα στην παγερή και γεμάτη υγρασία στοά τον πλησίασε κάποιος και αντάλλαξαν κάτι στα σκοτεινά. Πήγε σε μια άκρη κάθισε κάτω και χρησιμοποίησε το απόκτημα της αγοραπωλησίας.
Έβρεχε πάρα πολύ εκείνο το πρωινό. 
Ο ήχος του ασθενοφόρου έκανε μερικούς που είχαν μαζευτεί εκεί να κάνουν στην άκρη.
"Άνδρας γύρω στα 25 είναι νεκρός, πιθανόν από υπερβολική δόση". Αυτά ήταν τα λόγια μιας γυναίκας από το πλήρωμα του ασθενοφόρου προς το κέντρο.
Ο Άγγελος, ο "πρεζάκιας" για μερικούς, είχε φύγει.
Δεν θα έκλεβε πια, δεν θα ήταν το πιόνι κανενός.

Ήταν πια ασφαλής και χαρούμενος κοντά στην αγαπημένη του μητέρα.




Κείμενο: Μ. Στρατή
Φωτογραφία: Από το διαδίκτυο 



  



  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γυναικεία tips ομορφιάς

Η "μηχανή" του περήφανου μπαμπά (ΑΝΕΚΔΟΤΟ)

Μοσχάρι νουά με τυρί και ζαμπόν